- πήρωμα
- πήρωμαmutilatedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήρωμα — τὸ, Α [πηρώ] 1. ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο 2. πήρωση, ακρωτηριασμός, αναπηρία … Dictionary of Greek
πηρωμάτων — πήρωμα mutilated neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώμασι — πήρωμα mutilated neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώμασιν — πήρωμα mutilated neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώματα — πήρωμα mutilated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώματος — πήρωμα mutilated neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)